συμφατριαστής

συμφατριαστής
ὁ, Α
αυτός που ανήκει στην ίδια φατρία με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + φατριάζω + κατάλ. -τής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”